- επανακλαγγανω
- ἐπανακλαγγάνωἐπ-ανακλαγγάνωиздавать громкий лай, непрерывно лаять
(κύνες ἐπανακλαγγάνουσαι Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κύνες ἐπανακλαγγάνουσαι Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επανακλαγγάνω — ἐπανακλαγγάνω (Α) (για σκυλί) υλακτώ, γαβγίζω συνεχώς, επανειλημμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + κλαγγάνω (< κλαγγή «κραυγή, θόρυβος»)] … Dictionary of Greek
ἐπανακλαγγάνουσαι — ἐπανακλαγγάνω give tongue again and again pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… … Dictionary of Greek